πρωτίστως

πρωτίστως
επίρρ. прежде всего, в первую очередь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πρωτίστως" в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… …   Dictionary of Greek

  • κατάπρωτος — η, ο ο πρώτος από τους πρώτους, πρώτιστος. επίρρ... κατάπρωτα πρώτα πρώτα, πρωτίστως, πρώτιστα, κυριότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρῶτος. Η λ., στο θηλ. κατάπρωτη, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • κρυοπάγημα — Το σύνολο των διαταραχών που προκαλούνται σε ιστούς του σώματος ως συνέπεια της τοπικής επίδρασης του ψύχους. Το κ. προσβάλλει συχνότερα τα άκρα, τη μύτη, τα αφτιά, τα χέρια και τα πόδια. Η έκθεση του ανθρώπινου σώματος σε χαμηλές θερμοκρασίες… …   Dictionary of Greek

  • οιστρογόνος — ο, θηλ. και α 1. αυτός που προκαλεί οίστρο στα θηλυκά ζώα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οιστρογόνα ομάδα ορμονών που πρωτίστως επηρεάζουν την ανάπτυξη, την ωρίμαση και τη λειτουργία τών γεννητικών οργάνων τής γυναίκας 3. φρ. «οιστροφόνες ορμόνες» …   Dictionary of Greek

  • πάμπρωτος — πάμπρωτος, ώτη, ον (Α) 1. πρώτος από όλους, ολόπρωτος, πρώτιστος («πάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Νέστωρ», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) πάμπρωτον και πάμπρωτα και παμπρώτιστα πρωτίστως, πρώτα πρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πρῶτος] …   Dictionary of Greek

  • παιδεραστία — Έρωτας ενηλίκου ανδρός προς ανήλικο άτομο. Η π. είναι γνωστή από την αρχαιότητα με την έννοια όμως του έρωτα ενός άνδρα για ανήλικο αγόρι. Οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες, οι Τυρρηνοί, οι Κέλτες, οι Ιάπωνες και οι Κινέζοι καλλιέργησαν ιδιαίτερα την π.,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»